βιτσιά

βιτσιά
η (Μ βιτσέα)
το χτύπημα με βίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βιτσιά < μσν. βιτσέα < βίτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιτσιά — η χτύπημα με βίτσα: Το άλογο άρχισε να τρέχει ύστερα από μια δυνατή βιτσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίτσισμα — το [βιτσίζω] 1. η βιτσιά 2. το άλμα («στο βίτσισμά πιανε πουλιά») …   Dictionary of Greek

  • μεταδευτερώνω — και ματαδευτερώνω κάνω κάτι για δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω κάτι («δίνει βιτσιά τού μαύρου του και πάει σαράντα μίλια και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε», Πολίτ.) …   Dictionary of Greek

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

  • βίτσιο — το (λ. ιταλ.), συνήθεια που χαρακτηρίζεται από το πάθος, την παραξενιά και την υπερβολή: Από μικρός ήταν άτομο με πολλά βίτσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιτσιόζος — α, ο αυτός που έχει βίτσια: Δεν τον θέλω για φίλο, γιατί είναι βιτσιόζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”